-
1 ἐρείπω
Aἔρειπον Il.12.258
(v. sub fin.): [tense] fut. , X.Cyr.7.4.1 : [tense] aor. Iἤρειψα Hdt.1.164
, ([etym.] ἐξ-) Pi.P.4.264 : intr. in [tense] aor. 2 ἤρῐπον (v. infr. II), and [tense] pf. ἐρήρῐπα ([etym.] κατ-) Il.14.55:—[voice] Med., [tense] aor. I ἠρειψάμην ([etym.] ἀν-) only f.l., v. Ανερείπομαι: [tense] aor. 2 ἠριπόμην (in pass.sense) AP9.152 (Agath.):— [voice] Pass., [tense] aor. I part. ; ind.ἠρίφθην Arr.An.1.21.4
codd., ([etym.] κατ-) ib.2.22.7 : [tense] aor. 2 ἠρίπην [pron. full] [ῐ] (v. infr.): [tense] pf. ἐρήριμμαι ib. 1.21.6 ; ἤρειμμαι ([etym.] κατ-) IG12(3).326.20 (Thera, ii A. D.): [tense] plpf. ἐρήριπτο ([etym.] κατ-) Arr.An.1.19.2 ; cj. for ἠρείπετο in Plu.Brut.42 ; [dialect] Ep.ἐρέριπτο Il.14.15
; late Proseἠρήριπτο Agath.1.10
.—Poet. Verb (also in Hdt., X., Plb. and later Prose):— throw or dash down, tear down,ἔρειπον ἐπάλξεις Il.12.258
;ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν 15.361
; ὄχθας καπέτοιο..ποσσὶν ἐρείπων ib. 356 ;προμαχεῶνα ἕνα τοῦ τείχεος ἐ. Hdt. 1.164
(v. sub fin.);πόλιν..ἐρείψεις S.OC 1373
: metaph.,λαοὺς διχοστασίαις ἤρειπον B.10.68
; [ Λαβδακίδας] ἐρείπει θεῶν τις some god casts them down, S.Ant. 596(lyr.):—[voice] Pass., to be thrown down, fall in ruins,ἐρέριπτο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν Il.14.15
; τῆς μὲν ἐρειπομένης (sc. γαίης) Hes.Th. 704 ;τῶν πύργων ἐρειπομένων Plb.1.42.10
; (v.l. ἐρεισθείς); ἐρείπεται κτύπος..Διόβολος the thunder comes crashing down, Id.OC 1462(lyr.); ἐρείπεσθαι εἴς τινα to fall upon.., Plu.Alex.33 : [tense] aor. 2 part. [voice] Pass. fallen,Pi.
O.2.43 (v.l.-όντι, cf. A.D.Synt.280.21).II intr., [tense] aor. 2 ἤρῐπον, [dialect] Ep. ἔρῐπον, fall down,ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων Il.5.47
, etc.; γνὺξ δ' ἔριπε fell on his knee, ib.68; ἐν κονίῃ, ἐν κονίῃσι, ib.75, 11.743 ; oftrees,ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα 21.243
: hence, of a warrior, ;ἀπ' οὐρανοῦ ἤριπεν ἀστὴρ ἐν πόντῳ Theoc.13.50
: metaph., δείματι ἤριπεν her heart sank with terror, Simon.37.3; where this tense is apptly. trans., as in Hdt.9.70, Paus.10.32.6, ἤρειπον may be restored.
См. также в других словарях:
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek